- βαρύκομπος
- βᾰρύκομπος1 loud roaring
βαρύκομποι λέοντες P. 5.57
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρύκομποι λέοντες P. 5.57
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
βαρύκομπος — βαρύκομπος, ον (Α) φρ. «βαρύκομπος λέων» αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»] … Dictionary of Greek
βαρύκομποι — βαρύκομπος loud roaring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυ- — α συνθετικό λέξεων, κατά κύριο λόγο επιθέτων, της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγικότητα. Τα σύνθετα με το βαρυ εμφανίζονται με τις ακόλουθες σημασίες: Την κυριολεκτική σημασία του επιθέτου βαρύς («αυτός που έχει βάρος … Dictionary of Greek
κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… … Dictionary of Greek